позвиздѣти — ПОЗВИЗ|ДѢТИ (1*), ЖОУ, ДИТЬ гл. Засвистеть, зашуметь: тако гл҃тъ г(с)ь Из҃лвъ: се азъ наведѹ на мѣсто се зло, ˫ако всѧкомѹ слѹшающемѹ сихъ позвѣздита [в др. сп. позвенита] ѡбѣ ѹши ѥго, зане же ѡставиша мѧ и чюже створиши мѣста се. (ἠχήσει) ГА… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
εκκλάζω — ἐκκλάζω (Α) κάνω να ηχήσει … Dictionary of Greek
επιβομβώ — ἐπιβομβῶ, έω (Α) 1. κάνω θόρυβο μετά από άλλον («ὁ δὲ αὐλεῑ τῷ κέρατι, ὁ δὲ ἐπιβομβεῑ τῷ τυμπάνῳ», Λουκιαν.) 2. κάνω κάτι να ηχήσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + βομβώ «κάνω θόρυβο»] … Dictionary of Greek
ηχώ — Φαινόμενο ανάκλασης του ήχου, κατά το οποίο ένας ήχος ακούγεται επαναλαμβανόμενος ακόμα και πολλές φορές –ολόκληρος ή ένα μέρος του– ορισμένο χρόνο μετά τη στιγμή της εκπομπής του. Το φαινόμενο αυτό παρατηρείται όταν o ήχος –ο οποίος διαδίδεται… … Dictionary of Greek
μιτώνω — (Α μόνο το μέσ. μιτοῡμαι, όομαι) [μίτος] περνώ τα νήματα τού αργαλειού στα μιτάρια αρχ. 1. (για τη Μοίρα) κλώθω («Μοῑρα οὕτω ἐμιτώσατο», επιγρ.) 2. φρ. μτφ. «φθόγγον μιτοῡμαι» κάνω τη φωνή μου να ηχήσει σαν χορδή … Dictionary of Greek
ξαναφυσώ — 1. φυσώ ξανά 2. σαλπίζω πάλι, βουκινίζω ξανά, ηχώ εκ νέου («τα βούκινα ξαναφυσού, οι σάλπιγγες επαίξα κι απ όλους το Ρωτόκριτο στο νίκος εδιαλέξα», Ερωτόκρ.) 3. φυσώ πάλι κάτι, κάνω κάτι να ηχήσει πάλι («ξαναφυσού τσι σάλπιγγες», Ερωτόκρ.) … Dictionary of Greek
ξυπνητήρι — το ειδικό ρολόι που ρυθμίζεται κατάλληλα για να ηχήσει ορισμένη ώρα για αφύπνιση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξυπνώ + επίθημα τήρι (πρβλ. σουρω τήρι)] … Dictionary of Greek
προηχώ — έω, Α [ἠχῶ] 1. ενεργώ ώστε να ηχήσει κάτι εκ τών προτέρων 2. μτφ. φανερώνω κάτι πρωτύτερα («ἡ τοιαύτη ἰδέα τῶν προοιμίων εὐγένειαν προήχει τῶν λόγων», Φιλόστρ.) 3. ηχώ προηγουμένως … Dictionary of Greek
σημαίνω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. σαμαίνω Α [σῆμα / σᾱμα] 1. δίνω σήμα, σημείο με ήχο ή με κάποιον άλλο τρόπο (α. «η καμπάνα σήμανε εσπερινό» β. «η σάλπιγγα σήμανε σιωπητήριο» γ. «ἐσήμαινε παραρτέεσθαι πάντα», Ηρόδ.) 2. έχω, δηλώνω ή φανερώνω κάποια σημασία ή… … Dictionary of Greek
υπολιγαίνω — Α κάνω κάτι να ηχήσει ελαφρώς, με υπόκωφο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + λιγαίνω «φωνάζω, καλώ μεγαλοφώνος»] … Dictionary of Greek